- προχάνη
- προχάνη [ᾰ], ἡ, [dialect] Dor. [suff] προφυρ-χάνα,A pretext, Call.Cer.74 (where -χανά codd.): pl., Id.Fr.26; cf. προχαίνω; but Sch.S.Ant.80 derives it from προέχομαι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προχάνη — pretext fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχάνη — και δωρ. τ. προχάνα, ἡ, Α πρόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός διαλεκτικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. παράγεται από ένα ρ. προχαίνω με σημ. «προφασίζομαι», το οποίο, όμως, δεν μαρτυρείται πουθενά. Κατ άλλη άποψη, περισσότερο πιθανή, η λ.… … Dictionary of Greek
προχάνῃσιν — προχάνη pretext fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχαίνω — Μ προφασίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. επινοημένο από τον Ευστάθιο για την ετυμολόγηση τής λ. προχάνη «πρόφαση» (βλ. λ. προχάνη)] … Dictionary of Greek
προχάνα — προχάνᾱ , προχάνη pretext fem nom/voc/acc dual προχάνᾱ , προχάνη pretext fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχάνας — προχάνᾱς , προχάνη pretext fem acc pl προχάνᾱς , προχάνη pretext fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)